ἰξευταῖς

ἰξευταῖς
ἰξευτής
fowler
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιξευτής — ο, θηλ. ιξεύτρια (Α ἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) [ιξεύω] αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα αρχ. 1. ως επίθ. ιξευτικός* («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις») 2. το θηλ. ἡ ἰξεύτρια α) επίθ. τής Τύχης β) γένος φυτών τής οικογένειας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”